- διανυκτέρευση
- η (Α διανυκτέρευσις, -εως) [διανυκτερεύω]1. ολονύκτια παραμονή σε ένα μέρος2. ολονύκτια αγρυπνία, ξενύχτι, νυχτέρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανυκτέρευση — η η ολονύκτια διαμονή σε χώρο: Είναι υποχρεωτική η διανυκτέρευση ορισμένων φαρμακείων στην πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αναγνωστάκη, Λούλα — (Θεσσαλονίκη 1931 –).Θεατρική συγγραφέας. Είναι αδερφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και χήρα του συγγραφέα και γιατρού Γιώργου Χειμωνά. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα νεοελληνικά γράμματα… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αύλις — αὖλις, η (Α) 1. κατασκήνωση για διανυκτέρευση 2. φωλιά των πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αυλή] … Dictionary of Greek
εναύλισμα — το (AM ἐναύλισμα) κατοικία, διαμονή, κατασκήνωση, καταυλισμός, τόπος καταυλισμού, διανυκτέρευση, στάθμευση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ γενόμενόν τι οἴκημα» … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 … Dictionary of Greek
νυκτέρευμα — και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) [νυκτερεύω] νεοελλ. μσν. αγρυπνία καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση αρχ. τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων … Dictionary of Greek
νύχευμα — νύχευμα, τὸ (Α) [νυχεύω] διανυκτέρευση, αγρύπνια … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek